ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ
Ερμηνεία:
[γ΄ ενικό πρόσωπο αορ. υποτακτ. του ρ. εξαγνίζω [κάνω κάτι ή κάποιον αγνό, καθαρίζω από το μίασμα (μόλυσμα, βρωμιά, ρύπος, ανόσιο)]
Ετυμολογία:
[ἐξ + ἀγνίζω (καθαρίζω ηθικά) < ἀγνός [ἁγνεία (ο καθαρός ηθικά)][[Καινή Διαθήκη: 2 φορές στην 1η επιστολή προς Τιμόθαιον
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|